γαλακτοκομία — Βλ. λ. γάλα. * * * η η τέχνη τής αύξησης τής ποσότητας τού παραγόμενου γάλακτος καθώς και διατήρησης και επεξεργασίας του για παραγωγή τών προϊόντων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλακτοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
γαλακτοκομικός — ή, ό όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη γαλακτοκομία … Dictionary of Greek
γαλακτοκόμος — ο ειδικός τεχνίτης ή επιστήμονας που ασχολείται με τη γαλακτοκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα ( κτος) + κομος < αρχ. κομώ «φροντίζω»] … Dictionary of Greek
καρδαράς — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.030 μ., 47 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, 19 χλμ. Β της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεβιδίου. II Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος.… … Dictionary of Greek
Ιλ-ε-Βιλέν — (Ille et Vilaine). Νομός (6.775 τ. χλμ., 867.533 κάτ. το 1999) της βορειοδυτικής Γαλλίας, στην περιφέρεια της Βρετάνης, με πρωτεύουσα τη Ρεν (Rennes). Πήρε την ονομασία του από τους δύο κυριότερους ποταμούς που τον διασχίζουν, τον Βιλέν και τον… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
γαλακτοκομικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη γαλακτοκομία: Γαλακτοκομικές μονάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)